ἀμείβεσθ'

ἀμείβεσθ'
ἀ̱μείβεσθε , ἀμείβω
change
imperf ind mp 2nd pl (doric aeolic)
ἀμείβεσθε , ἀμείβω
change
pres imperat mp 2nd pl
ἀμείβεσθε , ἀμείβω
change
pres ind mp 2nd pl
ἀμείβεσθαι , ἀμείβω
change
pres inf mp
ἀμείβεσθε , ἀμείβω
change
imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • έπηλυς — ἔπηλυς, υ (AM) ξένος, αλλοδαπός («ξένους ἀμείβεσθ ὡς ἐπήλυδας πρέπει», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που επανέρχεται σε μια θέση («ὦ ξένοι, ἔλθετ ἐπήλυδες αὖθις», Σοφ.) 2. προσήλυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηλυς (< θ. ελυθ συνεσταλμ. μεταπτωτική βαθμίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”